- σιδηροχάρμης
- ὁ, Α(για άλογα) αυτός που μάχεται φορώντας σιδερένιο θώρακα2. πιθ. αυτός που βαδίζει καμαρωτά φορώντας σιδερένιο θώρακα3. (κατ' επέκτ.) μαχητικός, φιλοπόλεμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο-* + -χάρμης (< χάρμη < χαίρω), πρβλ. χαλκο-χάρμης].
Dictionary of Greek. 2013.